- φωταυγείας
- φωταυγείᾱς , φωταύγειαbrightness of lightfem acc plφωταυγείᾱς , φωταύγειαbrightness of lightfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… … Dictionary of Greek
τριβοφωταύγεια — η, Ν φυσ. φαινόμενο φωταύγειας που είναι αποτέλεσμα μιας κρούσης, τριβής ή θραύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριβή + φωταύγεια «λάμψη τού φωτός»] … Dictionary of Greek
φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… … Dictionary of Greek
φωτοφωταύγεια — η, Ν φυσ. φαινόμενο φωταύγειας, δηλαδή εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας από ένα σώμα, το οποίο οφείλεται στην απορρόφηση από αυτό μιας φωτεινής, υπέρυθρης, ορατής ή υπεριώδους ακτινοβολίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
χημει(ο)φωταύγεια — η, Ν (χημ. φυσ.) φαινόμενο φωταύγειας το οποίο συντελείται κατά τη διάρκεια ορισμένων χημικών αντιδράσεων και οφείλεται στην παραγωγή ενός χημικού είδους σε διεγερμένη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemiluminescence <… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek